< Ἀργεντέολα
ἀργέντιος >
ἀργέντινος
,
-ον
plateado
,
de color de plata
δελματικομαφόρτης ἀ. ἔνσημος
POxy
.1273.12 (III d.C.), cf.
Stud.Pal
.20.46.32 (II/III d.C.).