< ἀργυροπρατικός
ἀργυροπωλεῖον >
ἀργυρόπρυμνος
,
-ον
• Grafía:
graf. -προιμνος
de proa plateada
ἡμιόλιον (
sc
. πλοῖον) ἀ.
PSI
551.1 (III a.C.).