< ἀργῠροφύλαξ
ἀργυροχαλκός >
ἀργυροχάλινος
,
-ον
que lleva bridas de plata
ζεῦγος
Philostr.
VS
532,
ὄχημα
Philostr.
VS
587,
ἵπποι
Philostr.
Im
.1.28.3, Basil.M.31.212C.