< ἄργυρον
ἀργυρόπαστος >
ἀργυρονόμος
,
-ου, ὁ
contrastador de la moneda
γίνεσθε οὖν ὡς ἀργυρονόμοι ἐπιστήμονες
Const.App
.2.37.2.