ἀργυραμοιβός, -οῦ, ὁ
I
νόμισμά τε πρὸς τὰ ἄλλα καὶ αὐτὸ πρὸς αὑτὸ διαμείβοντες, οὓς ἀργυραμοιβοὺς ... ἐπωνομάκαμενPl.Plt.289e,
ἸήονεςPoll.3.84, 7.170, IEphesos 1302 (VI d.C.), Hsch., cf. Procop.Arc.25.12
•peyor., de Judas Chr.Pat.278.
2 el que verifica la autenticidad de la moneda, contrastador
χρυσὸν ὁποίῃ πεύθονται, μὴ φαῦλος, ἐτήτυμον ἀργυραμοιβοίTheoc.12.37, cf. Ph.1.395, Clem.Al.Strom.2.4.15.
II adj. propio del cambista
τιμήMaiist.61,
τράπεζαMan.3.99.