< Ἀργολιστί
ἀργολογέω >
ἀργολιστικός
,
-ή, -όν
argólico
,
propio de Argos
ἀργολιστικὸν ἐστὶν τὸ εὐθείᾳ χρῆσθαι
An.Ox
.4.272.