< ἀράχνης
ἀράχνιον >
ἀραχνίδιον
,
-ου, τό
• Prosodia:
[ᾰ-]
telarañita
fig.
τὰ ἀραχνίδια διακόπτοντες
cortando «pelos en el aire»
Chrys.M.61.347.