< ἀπᾰμελέω
ἀπᾰμέρδω >
ἀπᾰμέργομαι
arrancar
,
coger
πτόρθους ἀπαμέργεο ῥάμνου
Nic.
Th
.861,
ῥυτῆς ... βλάστας
Nic.
Al
.306.