ἀπᾰμείβομαι
contestar, responder
ἀπαμειβόμενος προσέφηIl.1.84, 5.814, cf. Stesich.11.2S.,
ἀπαμείβετο φώνησέν τεIl.20.199, Od.7.298, 308,
τοιῷδ' ἀπαμείβετο μύθῳTheoc.8.8,
ὃς δ' ἀπάμειπτοAP 14.3.
ὧδε ἀπημείφθηX.An.2.5.15, cf. Nonn.D.8.165.