< ἀπύργωτος
ἀπυρεξία >
ἀπύρεκτος
,
-ον
que no tiene fiebre
ref. a pers.
ἄνθρωπος
Gal.10.378, cf.
Gp
.13.8.9, subst., Aët.9.7, 9, 31.