< ἀποχονδρόομαι
ἀποχορτάζω >
ἀπόχορδος
,
-ον
discordante
ἵνα μή τινες τῶν ζηλούντων αὐτὸν ἔκτονον καὶ ἀπόχορδον ᾄσωσιν
Clem.Al.
Strom
.2.20.123.