< ἀποχειρόομαι
ἀποχειροτονέω >
ἀπόχειρος
,
-ον
no preparado
,
desprovisto
πρὸς ἔνια δὲ τῶν ἐπινοουμένων ἀπόχειρος ὢν ἐπεβάλετο
Plb.22.14.8.