ἀπότολμος, -ον


1 audaz ὑβριστὴς καὶ ἀ. Heph.Astr.Epit.4.116.3, de cierto pez, Sch.Opp.H.1.112, Ἆρες, αἱματώδη καὶ ἀπότολμε Cat.Cod.Astr.8(2).174.

2 pusilánime ἀποτολμότατον πάθος Cyr.Al.M.68.357A.