< ἀποτίτθιος
ἀποτμήγω >
ἀπότιτθος
,
-ον
destetado
γίνεται
Ph.2.83, cf. 332,
παιδίον, ἀπότιτθον ἄρτι γεγονός
Anon.
Mirac.Thecl
.24.2.