ἀπόσκημμα, -ματος, τό
1 apoyo A.Fr.18.
2 medic. condensación o concentración de humores, absceso
εἰς τὴν τῶν ἐσομένων ἀποσκημμάτων πρόγνωσινGal.17(1).939, cf. 811, 865,
ἀποσκήμματα ποιεῖ φθοροποιὰ εἰς τὰ μόριαSimp.in Epict.37,
Περὶ ἀποσκημμάτωνtít. de una obra de Ruf. en Orib.45.30.