ἀπόρροια, -ας, ἡ


I 1corriente de un río ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἀπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ X.HG 5.2.5.
brazo, ramal de un río o corriente ἀπόρροια καὶ ἀπόσπασμα de la Estigia, Sch.Arat.45, cf. ἀπόρροια· σταλαγμός Hsch.

2 fig. corriente, flujo τελειότητος ἀναγκαστικὴ ἀπόρροια PMag.7.779
efluvio μὴ ... τὰς ἀπορροίας κατέχειν τοῦ ὕπνου Gal.15.625
exhalación de vapores, Sabin. en Orib.9.15.6
influjo, influencia de los planetas, Gem.2.14, cf. Gr.Nyss.Fat.p.39.9.

3 fil. emanación que posibilita la percepción, Arist.Sens.438a4, ἔτι δὲ τὰς ἀπορροίας νωθεῖς καὶ ταραχώδεις Thphr.Sens.74 (= Democr.A 135), que los cuerpos desprenden οὔτε ἀπόρροιαι τὴν ἑξῆς θέσιν καὶ βάσιν διατηροῦσαι Epicur.Ep.[2] 46, φρονήσεως Plu.2.99c, cf. 96f, νοῦ ἀ. (εἰργάσατο) πανουργίαν Plot.2.3.11, cf. Porph.Abst.2.46, Aristid.Quint.104.25, Orph.L.173
en lit. judeo-crist. emanación divina ἀ. τῆς τοῦ παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής LXX Sap.7.25, en el hombre, Clem.Al.Prot.6.68.2, en la Creación, Gr.Nyss.Hom.in Cant.386.4, αἰσθέσθαι ... τίνος διοικοῦντος τὸν κόσμον ἀ. ὑπέστης M.Ant.2.4.

II astrol. separación op. συναφή de la luna, Serapio en Cat.Cod.Astr.1.100.11, cf. Ptol.Tetr.1.2.3, 24.2.