< ἀποπλήξιος
ἀποπληρέω >
ἀπόπληξις
,
-εως, ἡ
medic.
apoplejía
,
parálisis
τοῦ σώματος
Hp.
Aph
.6.56,
τῶν μελέων τινός
Hp.
Prorrh
.2.14, abs., Heph.Astr.2.32.17.