ἀπόπεμπτος, -ον
1 despachado, despedido
τῶν ναυτῶν [ἀπο]πέμπτων γενομένωνPPetr.2.15.7 (III a.C.), cf. Ephr.Syr.2.432c.
2 repudiable, divorciable
τυκτὸν κακὸν, οὐδ' ἀπόπεμπτονdel mal matrimonio, Gr.Naz.M.37.570A,
ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοχθηρίαν ἤθουςHsch.α 6555
•ajeno
οὐκ ἀπόπεμπτον ἐποιεῖτο τὸ χρῆναι μυσταγωγεῖνCyr.Al.M.74.860B.