< ἀπομονόομαι
ἀπομόργνῡμι >
ἀπόμοργμα
,
-ματος, τό
restregadura
,
rastro
τὰ ἀ. τῆς μιᾶς ... ἀρχετυπίας
Dion.Ar.
DN
M.3.644B, cf. Eust.218.12.