< ἀπομέτρησις
ἀπομηκυνίζω >
ἀπόμετρον
,
-ου, τό
emolumento
en plu., de un sacerdote
]ται ἐς ἀπόμετρα
IG
1
3
.255B.10 (V a.C.),
hιερέᾳ ἀπόμετρα
IG
1
3
.241.13 (V a.C.).