ἀπόμελι, -ιτος, τό
aguamiel, hidromel
καλοῦσι δέ τινες καὶ ἀ. τὸ ἐκπλυνομένων τῶν κηρίων ὕδατι σκευαζόμενον ὑδρόμελι καὶ ἀποτιθέμενονDsc.5.9,
ἀπόμελι δὲ κάλλιστον ἐν ὕδατι σκευάζεταιGal.6.274,
ὑδρόμελι δὲ καὶ ἀπόμελι καὶ μελίμηλον αὐτὰ μὲν ἐφ' ἑαυτῶν οὐκ ἐπιτήδεια πόματαAntyll. en Orib.5.29.8, cf. Dieuch.19.7, Alex.Trall.1.309.14, 327.8, 335.6.
• Etimología: Comp. de ἀπό c. valor peyor. y μέλι, q.u.