ἀπόμαγμα, -ματος, τό


1 compresa o apósito para limpiar heridas o úlceras τοῖς δὲ ἀπομάγμασι καθαροῖς καὶ μαλθακοῖς χρῆσθαι Hp.Medic.2.

2 líquido de desecho, basura, residuo στρατοῦ καθαρτὴς κἀπομαγμάτων ἴδρις S.Fr.34, τὸν Αἴσωπον τοιουτόμορφον ἀπόμαγμα Vit.Aesop.G 14, τοῖς ἀπομάγμασι τοῖς τῆς φύσεως τῆς θηλείας περιχρίοντες αὐτῶν τὰς ῥῖνας Gp.16.1.7, cf. Phot.α 2563.

3 impresión de un sello τὰ ἀπομάγματα τῶν δακτυλίων Thphr.CP 6.19.5, cf. Lap.67.