< ἀπολλύω
Ἀπόλλων >
ἀπόλλω
1
destruir
τί ... σεαυτὸν ἀλογίστως ἀπόλλεις;
LXX 4
Ma
.6.14.
2
perder
τὸν μισθόν
Hierocl.
Facet
.187.