ἀπόλαυσμα, -ματος, τό
disfrute, goce c. gen.
συῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδωνAeschin.Ep.5.4, abs.
οὔτε κτῆμα οὔτε ἀπόλαυσμα (μένει)E.Ep.4.35,
ἀπολαύσματι χρῆσθαιI.AI 18.227, cf. Plu.2.125c, Aem.28.
συῶν τε ἀγρίων καὶ δορκάδωνAeschin.Ep.5.4, abs.
οὔτε κτῆμα οὔτε ἀπόλαυσμα (μένει)E.Ep.4.35,
ἀπολαύσματι χρῆσθαιI.AI 18.227, cf. Plu.2.125c, Aem.28.