ἀπόκτησις, -εως, ἡ
1 donación, PGrenf.2.70.26 (III d.C.).
2 pérdida ref. a la muerte
ἀπόκτησις βίουSecund.Sent.20,
τῆς τῶν προσόντων αὐτῷ ἀποκτήσεωςGr.Nyss.Eun.3.9.12.
ἀπόκτησις βίουSecund.Sent.20,
τῆς τῶν προσόντων αὐτῷ ἀποκτήσεωςGr.Nyss.Eun.3.9.12.