< ἀπόκρυψις
ἀποκτάομαι >
ἀπόκτανσις
,
-εως, ἡ
asesinato
ἥμαρτε ἡ Μήδεια περὶ τὴν τῶν παίδων ἀποσκευὴν ἤτοι ἀπόκτανσιν
Anon.
in Rh
.146.1.