ἀπόκροτος, -ον
I
γῆTh.7.27, Plu.2.2e,
χωρίονX.Eq.7.15,
τὸ ἔδαφοςHero Aut.2.1
•en gener. duro, rígido
ὁπλαίPlu.2.98d,
ἀρτηρίαGal.19.405
•fig.
λιθίνη καὶ ἀ. ψυχήPh.2.165, cf. Ptol.Tetr.3.14.3, Epiph.Const.Haer.70.2.5 (p.234.16).
2 irrevocable, inviolable de un documento
ἀντιφώνησιςPFlor.343.3 (V d.C.).
II en ret. sonoro
ὁ μὲν ἡρῷος ῥυθμός ἐστι σεμνὸς ἤτοι ἀπόκροτοςAnon.in Rh.191.20, cf. 225.11.
III adv. -ως en firme, irrevocablemente, rígidamente
ὀφείλω σοι καθαρῶς καὶ ἀ.PMasp.164.4,
ὁρίζεινEpiph.Const.Haer.70.2 (p.234.9),
ὀφείλειν καὶ χρεωστεῖνPGrenf.2.89.3 (VI d.C.),
παρασχεῖνSB 9772.5, Hsch.s.u. διακρότως.