ἀπόκοιτος, -ον
1 que se ausenta durante la noche c. gen. o c. prep. y gen.
ἀπόκοιτόν με ... τῶν συσσίτων γεγονέναιAeschin.2.127,
οὐδὲ ἀπόκοιτος ... παρὰ ῬέαςLuc.DDeor.14.2,
ἀπὸ τῆς γυναικόςMen.Fab.Incert.2.6
•op. ἀφήμερος:
μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερον ... ἀπ[ὸ] τῆς ... οἰκίαςBGU 1098.34 (I a.C.), cf. PMich.587.13
•sin rég.
ἀ. ἐστιduerme fuera de casa Men.Epit.136,
ἀπόκοιτ]ος γέγοναMen.Fab.Incert.2.8,
μὴ ἀπόκοιτος γενέσθαιAch.Tat.6.3.1.
2 distante (un campo)
ἀρουρῶνBGU 915.14 (II d.C.).