< ἀπόκλεισις
ἀποκλεισμός >
ἀπόκλεισμα
,
-ματος, τό
cepo
δώσεις αὐτὸν εἰς τὸ ἀπόκλεισμα
LXX
Ie
.36.26, cf. Hsch.