< ἀποθείωσις
ἀποθεμελιόω >
ἀπόθεμα
,
-ματος, τό
mercancía almacenada
τὰ ἀ. σου καὶ ἡ ἐπιμιξία σου
(de Tiro)
Sm.
Ez
.27.27.