ἀπόζω
1 oler c. gen.
κινάβραςLuc.DMar.1.5,
μήλων ἢ ῥόδωνAristaenet.1.12.22
•fig.
τῆς νεκρᾶς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου δυσωδίας ἀ.Gr.Nyss.Hom.in Cant.25.4
•abs. oler a algo Longus 4.1, Luc.Cyn.17.
2 impers. venir un olor
ἀπόζει ... τῆς Ἀραβίης θεσπέσιον ὡς ἡδύHdt.3.113.