< ἀπογλωττίζω
ἀπογνώμων >
ἀπόγνοια
,
-ας, ἡ
desconfianza
,
desesperación
ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς
Th.3.85.