< ἀπόβουλος
ἀποβρασμός >
ἀπόβρασμα
,
-ματος, τό
1
desperdicio
,
heces
τῶν ἀποβρασμάτων λέβης
Alex.Trall.1.405.22
•
cascabillo
Hsch.s.u.
ἀποβράσματα
, cf. Sud.
2
borboteo
del agua
, Hsch.