< ἀπισόω
ἀπιστεύω >
ἀπίσσωτος
,
-ον
• Alolema(s):
tb.
ἀπίττωτος
Str.11.10.1
no recubierto de pez
,
no embreado
ἄγγη
Str.l.c.,
σκεῦος
Gp
.6.16.6, cf. Dsc.1.71.