ἀπίθᾰνος, -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I
τῇ Κλέωνος εὐχερείᾳ ... ἀντιπαρεξάγειν ἀπίθανος ὤνPlu.Nic.3.
2 poco de fiar, no fiable de Demóstenes
ἀπίθανος ὢν πρὸς τὴν ὑποψίαν ταύτηνAeschin.2.3,
ἀ. πρὸς ὁμιλίανPlu.2.819c.
II no persuasivo, no convincente de pers., c. inf.
ἀπίθανος ... εἴμ' ἀεὶ ἐν τῷ λαλεῖνMen.Dysc.145,
λέγεινPlu.2.812e
•sin inf.
ζωγράφοςLuc.Ind.22,
ἀ. ἐν τῇ ὑποκρίσειLuc.Pseudol.6
•de abstr.
λόγοςPl.Phdr.265b,
ψεῦδοςPlb.2.58.12,
μῦθοςPlb.12.24.5,
κάλλοςPlu.2.685e,
ὑπόκρισιςPOxy.1086.2.65,
πρᾶγμαPhld.Po.C 4.23
ὁρίζειν ... τὸν ἀριθμὸν τοῦ στρατεύματος ἀπίθανονAel.Tact.8.1
•de ahí tb. inverosímil, absurdo
μυθολόγημαPl.Lg.663e,
φαντασίαιChrysipp.Stoic.2.25.6,
συρφετολογίαιDidym.Trin.1.18, cf. Arist.Po.1461b12, Plb.30.4.11
•subst.
τὸ ... ἀπίθανον αὐτῶν ὁρᾶτεDiog.Oen.35.2.14.
III adv. -ως no persuasivamente, con rudeza Isoc.5.26, D.H.Lys.17, Epicur.Ep.[3] 84, Plu.2.31e.