< ἀπιάτον
Ἀπῐδᾰνῆες >
ἀπίγυον
,
τό
amarra
ἀποκόψαντα τἀπίγυα καὶ τὰς ἀγκύρας
Plb.33.9.6., cf. ἀπόγειος.