< ἀπηυχενισμένως
ἀπηχέω >
ἀπήχεια
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
tb.
ἀπηχία
Phryn.
PS
p.25
enemistad
,
discordia
Lys.
Fr
.88Th., Phryn.l.c.