< ἀπηρυθριασμένως
ἀπησθημένος >
ἀπήρωτος
,
-ον
1
indemne
,
íntegro
ὑγιὲς καὶ ἀπήρωτον
Thphr.
CP
3.5.1, cf. Gal.5.234.
2
adv. -ωτί
sin daño
Theognost.
Can
.p.159.20.