ἀπήνεια, -ας, ἡ
1 rudeza
ἀ. ὁμιλίαςrudeza en el trato Thphr.Char.15.1,
ὀλοῇσιν ἀπηνείῃσιν ἄρηρενA.R.2.1202
•crueldad
θηριώδης ἀ.Gr.Nyss.M.44.1129A
•injuria
εἰς φυλακὴν οὐκ (εἰς) ἀπήνειανProcop.Gaz.M.87.269C.
2 dureza, endurecimiento
μετ' ἀπηνείας καὶ σκληρίαςSor.31.12
•c. gen.
τῶν ὑποκειμένωνSor.63.6,
τῶν σωμάτωνHeliod. en Orib.44.20.56.