ἀπέδῑλος, -ον
que no tiene los pies ligados fig. veloz, rápido
ἀπ]έδιλος ἀλκάAlcm.1.15,
σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷA.Pr.135, cf. Pi.Fr.169.36, Nonn.D.5.407.
ἀπ]έδιλος ἀλκάAlcm.1.15,
σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷA.Pr.135, cf. Pi.Fr.169.36, Nonn.D.5.407.