< ἀπαντλητέον
ἁπάντοτε >
ἀπάντομαι
1
rogar que no
,
oponerse
πορευθείς, ἀπὸ δ' ἀντομένου πατρὸς βιαίως
E.
Rh
.901.
2
encontrarse
Phryn.251.