< ἁπάντῃ
ἀπάντησις >
ἀπάντημα
,
-ματος, τό
1
encuentro
περᾶν ... εἰς ἀπάντημ'
E.
Or
.514.
2
ocasión
καιρὸς καὶ ἀ.
LXX
Ec
.9.11.