ἀπάνθρωπος, -ον
I de lugares inhóspito
πάγοςA.Pr.20,
γῆLuc.Prom.11.
II de pers. y subst. de igual clase
1 inhumano S.Fr.1020,
ἀ. τις ἄνθρωποςMen.Dysc.6,
βασανισταίMart.Pol.2.3,
ἐπιστολαίPFlor.367.4 (III d.C.)
•abs. neutr. plu. actos inhumanos
ὡς ὠμὰ καὶ ἀπάνθρωπα διαπεπραγμένοιD.H.6.81
•subst.
οἱ ἀ.personas inhumanas M.Ant.7.65.
2 insociable, misántropo
τρόποςPl.Ep.309b,
ἡμεῖς δ' οὐκ ἀ. ... ἐσμένI.AI 8.117,
ἵνα μήτις ἡμᾶς ἀ. φῇGal.5.54,
ψυχαίCorp.Herm.Fr.26.6.
III de cosas repelente
χρόα οὐκ ἀ.Plu.2.54e,
μειδίαμα ... οὐκ ἀ.Plu.Cat.Mi.5.
IV subst. τὸ ἀ.
1 violencia, carácter drástico
τὸ ἀ. ὑπομεῖναιPhilum.Ven.2.5.
2 bot. albarraz, Delphinium staphisagria L., Ps.Dsc.4.152.
V adv. -ως inhumanamente, con malos modales
ἀ. ἡμῖν χρώμενοςPSorb.33.21 (III a.C.),
ἀ. ... ἀπήντησενI.AI 6.298,
οὕτως ... ἀ.;Luc.Tim.35,
μετρίως ταῦτα καὶ οὐκ ἀ. ἤρουPhilostr.VA 1.21,
ἀποσφάττειν ἀ.Clem.Al.Prot.10.104.