ἀπάγνυμαι
• Morfología: [part. perf. ἀπεαγός IG 22.1447.15 (IV a.C.)]
1 romperse
λύριονIG l.c.,
(στέφανος)ID 385 a.23 (II a.C.),
ἀπάγνυται· διόλου κατάγνυταιHsch.
2 romperse por una articulación Gal. en Orib.46.6.3.
λύριονIG l.c.,
(στέφανος)ID 385 a.23 (II a.C.),
ἀπάγνυται· διόλου κατάγνυταιHsch.