< ἀπωστικός
ἀπωτάτω >
ἀπωστός
,
-όν
echado
,
expulsado
τῆς ἑωυτοῦ (γῆς)
Hdt.6.5, cf. 1.71, S.
Ai
.1019,
ὑπ' αὐτῶν ἐκ τοῦ βίου
Fauorin.
Fr
.17,
ἀπωστός· φυγάς
Hsch.