ἀπρᾱγέω
1 no hacer nada, estar inactivo
θεοὺς ἀπρηγεῦνταςCall.Fr.193.32,
τῶν Καρχηδονίων ἀπραγούντωνPlb.3.70.4, cf. 4.64.7, Heph.Astr.2.30.7,
περὶ ταύτην ... τὴν ζήτησινLyd.Mag.1.22.
2 estar mal, pasarlo mal
ἀπραγοῦντα μὴ ὀνείδιζεSeptem 5.5.