ἀπρόϊτος, -ον
1 de animados que no sale al exterior
ὁ Διόσκορος σήμερον δέκα ἡμέραι (l. ἡμέρας) ἀπρόϊτός ἐστινSB 7330.9 (II d.C.),
ἄρκτοςEustr.in EN 328,
ἄνθρωποςHorap.2.64
•en sent. fil. que no emana
ἐκεῖνο ἄρα πάντῃ ἀπρόϊτον, οὐδὲ ἔλλαμψιν ἀφ' ἑαυτοῦ προϊέμενον εἰς οὐδὲν τῶν πάντωνDam.Pr.34, cf. Io.Mal.Chron.M.97.532B
•
ἀπρόϊτος· ἀνέξοδοςHsch., Sud.
2 intolerable
σημειούμεθα δὲ τοὺς πυρέττοντας ἐκ τῆς θερμῆς τῆς ἐπιτεταμένης καὶ ἀπροΐτου οὔσηςdiagnosticamos a los que tienen fiebre por el calor intenso e intolerable Gal.14.729.
3 neutr. subst. τὸ ἀπρόϊτον Ephr.Syr.3.425F.