< ἀπροσπτωσία
ἀπροστασία >
ἀπρόσρητος
,
-ον
que no es objeto de comunicación oral
o
escrita
ἀπρόσρητόν σε καταλιπεῖν
Iul.
Ep
.182.450a, cf. Poll.5.137, 138.