ἀπρόσμᾰχος, -ον
1 de pers. y abstr. irresistible, contra quien no se puede luchar
τέραςS.Tr.1098,
θηρίου ὄψιςLuc.Dom.22,
σοφίαLuc.Fug.10,
εἶδοςOrph.H.1.6,
εὖχοςOrph.H.72.4, cf. Posidonius 2, Poll.1.157
•c. dat.
τὸ τοιοῦτο σύνταγμα ... ἀπρόσμαχον τοῖς ἐχθροῖςLuc.Tox.48,
ὁ Ἀντίγονος καὶ ἦν τοῖς ὅλοις ἀ.Epit.Heidel.3.2.
2 de cosas inexpugnable
τὸ ἀ. ... τοῦ πύργου μέροςPolyaen.2.27.2.