ἀπρόσλογος, -ον


1 inoportuno, inconveniente ὄνομα Artem.1.11, ἀπρόσλογα γεγραφέναι Origenes Cels.6.49, ὕμνος Sch.Pi.N.3.114b, ἡ εἰκασία Sch.Ar.Ec.126, ταῦτα Sch.Ar.V.1311.

2 adv. -ως inoportunamente, inconvenientemente ποιήσω γὰρ τοῦτο νῦν οὐκ ἀ. Plb.9.36.6, ἀ. παίζει Sch.Ar.V.1172.